Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόπληκτος
1 item total
απόπληκτος -η -ο [apópliktos] Ε5 : 1.που έπαθε αποπληξία. 2. (μτφ.) εμβρόντητος, κατάπληκτος: Όταν άκουσε τη φοβερή είδηση, έμεινε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπόπληκτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go