Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απόπληκτος -η -ο [apópliktos] Ε5 : 1.που έπαθε αποπληξία. 2. (μτφ.) εμβρόντητος, κατάπληκτος: Όταν άκουσε τη φοβερή είδηση, έμεινε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπόπληκτος]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < αρχ. ἀπόπληκτος]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |