Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόξεση η [apóksesi] Ο33 : 1.η ενέργεια με την οποία αφαιρεί κάποιος κτ. από μια επιφάνεια με ξύσιμο. 2. (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται άρρωστα τμήματα της επιφάνειας διάφορων οργάνων του σώματος: ~ οστού / μήτρας. || (ειδικότ.) τεχνική έκτρωσης.
[λόγ.: 1: αποξέ(ω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ἀπόξεσις `γυάλισμα΄)· 2: σημδ. γαλλ. curetage]



