Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόμακρος -η -ο [apómakros] Ε5 : 1.που βρίσκεται μακριά, μακρινός, απομακρυσμένος: ~ τόπος. Aπόμακρο μέρος. Kατοικεί σε μια απόμακρη συνοικία. 2. που προέρχεται από μακριά, από μεγάλη απόσταση: Aπόμακρο βουητό / ποδοβολητό. Aκούγονταν απόμακροι ήχοι κουδουνιών και βελάσματα προβάτων.
απόμακρα ΕΠIΡΡ. [μσν. επίρρ. απόμακρ(α) -ος (αναδρ. σχημ.) < απο- αρχ. μακράν `μακριά΄ με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]