Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόκριση
1 item total
απόκριση η [apókrisi] Ο33 : η απάντηση, ιδίως προφορική, σε ερώτηση: Δίνω / παίρνω ~. H ερώτησή μου έμεινε χωρίς ~. || ανταπάντηση.

[μσν. απόκριση < αρχ. ἀπόκρι(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go