Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απυρεξία
1 item total
απυρεξία η [apireksía] Ο25 : (ιατρ.) η κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από μια κρίση πυρετού: Σήμερα ο άρρωστος παρουσίασε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπυρεξία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go