Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απτικός
1 item total
απτικός -ή -ό [aptikós] Ε1 : (φυσιολ.) που έχει σχέση με την αίσθηση της αφής: Aπτικά χωρία, αισθητήρια που βρίσκονται στο δέρμα και όπου καταλήγουν τα ειδικά για την αίσθηση της αφής νεύρα.

[λόγ. < αρχ. ἁπτικός `ευαίσθητος στην αφή΄ σημδ. γαλλ. tactile]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go