Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απρόσφορος -η -ο [aprósforos] Ε5 : που δεν είναι κατάλληλος για κτ., που δεν ευνοεί τη δημιουργία ή την εξέλιξη μιας κατάστασης ή μιας διαδικασίας. ANT πρόσφορος: Οι κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μας είναι απρόσφορες για την ανάπτυξη χειμερινού τουρισμού. Tο έδαφος είναι σήμερα απρόσφορο για διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. || ασύμφορος: Οι όροι που έθεσε θεωρήθηκαν απρόσφοροι και δεν έγιναν δεκτοί.
[λόγ. < ελνστ. ἀπρόσφορος, αρχ. σημ.: `επικίνδυνος΄]