Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόσκλητος -η -ο [aprósklitos] Ε5 : α.που δεν τον έχουν προσκαλέσει σε κάποια γιορταστική ή άλλη κοινωνική εκδήλωση· ακάλεστος: Πήγε στην τελετή / στη δοξολογία ~. ~ επισκέπτης και με επέκταση, συνήθ. ειρωνικά, για κτ. ενοχλητικό που παρουσιάζεται ξαφνικά: Ένας ~ επισκέπτης, μια μύγα, που δεν εννοεί να μας εγκαταλείψει. β. για κπ. που σπεύδει κάπου για να προσφέρει την ανεπιθύμητη βοήθειά του: Mας ήρθε ~ και μας δημιούργησε μόνο προβλήματα.
απρόσκλητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀπρόσκλητος]