Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσεχτος
1 εγγραφή
απρόσεκτος -η -ο [aprósektos] & απρόσεχτος -η -ο [aprósextos] Ε5 : ANT προσεκτικός. 1. (για πρόσ.) α. που δε συγκεντρώνει ή που δεν μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε κτ.: Ο μαθητής ήταν ~ σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Ένας ~ οδηγός μπορεί να προκαλέσει τροχαία ατυχήματα. β. που δε δείχνει περίσκεψη, σύνεση: Όταν μιλάει είναι πολύ ~ (στις εκφράσεις του). Πρόσεχε τι θα πεις / τι θα κάνεις, και να μην είσαι τόσο ~. 2α. για κτ. που γίνεται χωρίς την απαραίτητη προσοχή: Έκανε μια απρόσεχτη κίνηση και έπεσε. Aπρόσεκτη οδήγηση. β. για κτ. που γίνεται χωρίς επιμέλεια, φροντίδα: H δουλειά του είναι πολύ απρόσεκτη. Tα γραπτά σου ήταν πολύ απρόσεκτα. γ. για κτ. που γίνεται χωρίς περίσκεψη, σύνεση· απερίσκεπτος: Έκανε μια πολύ απρόσεκτη ενέργεια. απρόσεκτα & απρόσεχτα ΕΠIΡΡ: Οδηγεί / εργάζεται / μιλάει ~.

[λόγ. < μσν. απρόσεκτος < α- 1 προσεκ- (προσέχω) -τος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες