Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόθυμος -η -ο [apróθimos] Ε5 : ANT πρόθυμος. 1. (για πρόσ.) που δε δείχνει διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα να κάνει κτ., εξαιτίας της αδιαφορίας του ή των δισταγμών του: H κυβέρνηση φαίνεται απρόθυμη να δώσει αυξήσεις. Είναι ~ να συμμετάσχει στην οργάνωσή μας. 2. για κτ. που γίνεται χωρίς προθυμία: Aπρόθυμη εξυπηρέτηση.
απρόθυμα ΕΠIΡΡ: Mε δέχτηκε πολύ ~. Έδωσε ~ την υπόσχεσή του. [λόγ. < αρχ. ἀπρόθυμος]