Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απρωτοκόλλητος
1 item total
απρωτοκόλλητος -η -ο [aprotokólitos] Ε5 : για έγγραφο που δεν είναι πρωτοκολλημένο.

[λόγ. α- 1 πρωτοκολλη- (πρωτοκολλώ) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go