Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απροσποίητος -η -ο [aprospíitos] Ε5 : ANT προσποιητός. α. ανεπιτήδευτος, φυσικός: Tο φέρσιμό της / το περπάτημά της είναι χαριτωμένο και απροσποίητο. β. ειλικρινής, ανυπόκριτος: Tο ενδιαφέρον του είναι πραγματικό, απροσποίητο.
απροσποίητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπροσποίητος]