Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απροσεξία
1 item total
απροσεξία η [aproseksía] Ο25 : 1.η έλλειψη προσοχής. α. έλλειψη ή αδυναμία συγκέντρωσης σε ένα ερέθισμα: Tο δυστύχημα οφείλεται σε ~ του οδηγού. Tο λάθος που έκανα οφείλεται σε ~ / ήταν από ~ μου. β. απερισκεψία. 2. λάθος που δεν οφείλεται σε άγνοια, αλλά σε έλλειψη προσοχής, σε αφηρημάδα: Στο διαγώνισμα έκανα αρκετές απροσεξίες. || για κτ. που δε γίνεται από πρόθεση, αλλά από απερισκεψία.

[λόγ. < ελνστ. ἀπροσεξία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go