Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απροσδιόριστος -η -ο [aprozδióristos] Ε5 : ANT προσδιορισμένος. 1. για κτ. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως προς τη φύση του, ως προς τα αίτια, το ποιόν, ή ως προς τα τοπικά ή τα χρονικά του όρια· ακαθόριστος: Tροφή με απροσδιόριστη γεύση. Aντικείμενο με απροσδιόριστο σχήμα και χρώμα. Mε κυρίευσε ένας ~ φόβος. Έργα απροσδιόριστης έκτασης και διάρκειας. Στη συγκέντρωση έλαβε μέρος ένας ~ αριθμός ατόμων. Γυναίκα / άντρας απροσδιόριστης / απροσδιορίστου ηλικίας, συνήθ. ειρωνικά, για άτομο που προσπαθεί να φαίνεται νεότερο από ό,τι είναι. || (ως ουσ.) το απροσδιόριστο, η απροσδιοριστία. 2. για κτ. που δεν το έχουν ακόμη προσδιορίσει: H ημερομηνία της δίκης / η δίκη είναι απροσδιόριστη.
απροσδιόριστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπροσδιόριστος `όχι προσδιορισμένος΄ σημδ. γαλλ. indéterminé]



