Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απροσανατόλιστος -η -ο [aprosanatólistos] Ε5 : για κπ. που δεν έχει προσανατολιστεί σωστά, κυρίως μτφ., για κπ. που δεν έχει βρει την ορθή κατεύθυνση: Tα νέα παιδιά συνήθως δεν ξέρουν τι ζητούν, είναι ακόμη απροσανατόλιστα.
[λόγ. α- 1 προσανατολισ- (προσανατολίζω) -τος]



