Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απροσάρμοστος -η -ο [aprosármostos] Ε5 : α.(ψυχ.) για άτομο που παρουσιάζει δυσκολίες προσαρμογής, οι οποίες μπορεί να οφείλονται σε σωματική ή σε πνευματική αναπηρία ή υστέρηση: Tα απροσάρμοστα παιδιά έχουν ανάγκη από ειδική εκπαίδευση. || (ως ουσ.) το απροσάρμοστο, το απροσάρμοστο παιδί: Σχολείο για απροσάρμοστα. β. για άτομο που δε θέλει ή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί, να αποδεχτεί και να εξοικειωθεί με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει: Έμεινε σε όλη του τη ζωή ~ στα ήθη του καιρού του. || (ως ουσ.) το απροσάρμοστο, η ιδιότητα του απροσάρμοστου: Tο απροσάρμοστο του χαρακτήρα του.
[λόγ. α- 1 προσαρμοσ- (προσαρμόζω) -τος]



