Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροετοίμαστος
1 εγγραφή
απροετοίμαστος -η -ο [aproetímastos] Ε5 : ANT προετοιμασμένος. α. για κτ. που δεν το έχουν προετοιμάσει καθόλου ή δεν το έχουν προετοιμάσει καλά, που δεν το έχουν οργανώσει έγκαιρα και κατάλληλα: H επιχείρηση / η επίθεση απέτυχε, γιατί ήταν τελείως απροετοίμαστη. || ανέτοιμος: H χώρα μας βρέθηκε απροετοίμαστη να δεχτεί τόσους τουρίστες. Ο στρατός εξοπλίζεται για να μη βρεθεί ~ σε περίπτωση πολέμου. β. για κπ. που δεν έχει προετοιμαστεί καθόλου ή σωστά, που δεν έχει κάνει τις απαραίτητες ενέργειες, που δεν έχει πάρει τα κατάλληλα μέτρα, για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση: Ο σεισμός μάς βρήκε απροετοίμαστους, ανέτοιμους. H ερώτησή σου με βρίσκει απροετοίμαστο και δεν μπορώ να απαντήσω. Πήγε στο σχολείο / στις εξετάσεις ~, αδιάβαστος. || που δεν έχει την κατάλληλη ψυχική προετοιμασία ή τα ψυχικά εφόδια, για να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση: Πρέπει να ξέρει την κατάσταση της υγείας του, ώστε να μη βρεθεί ~. Ο λαός ήταν ~ να δεχτεί τη διάψευση των ελπίδων του.

[λόγ. α- 1 προετοιμασ- (προετοιμάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες