Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροεξόφλητος -η -ο [aproeksóflitos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι προεξοφλημένο, που δεν το έχουν εξοφλήσει πριν από την καθορισμένη ημερομηνία: ~ τόκος. Aπροεξόφλητο γραμμάτιο.
[λόγ. α- 1 προεξοφλη- (προεξοφλώ) -τος]