Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απριόρι
1 item total
απριόρι [aprióri] επίρρ. : 1.(φιλοσ.) για κρίση που στηρίζεται σε λογικά συμπεράσματα και όχι σε εμπειρικά δεδομένα· εκ των προτέρων. ANT αποστεριόρι. 2. για κτ. που διατυπώνεται δογματικά, χωρίς αποδείξεις: Θεωρεί ~ ορθές τις αποφάσεις του κόμματος. || (ως επίθ.): Ξεκινάει από μια ~ παραδοχή ότι…

[λόγ. < μσνλατ. a priori]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go