Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρακτώ
1 εγγραφή
απρακτώ [apraktó] Ρ10.9α : (λόγ.) βρίσκομαι σε απραξία.

[λόγ. < αρχ. ἀπρακτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες