Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποψύχω
1 item total
αποψύχω [apopsíxo] -ομαι Ρ αόρ. απέψυξα και απόψυξα, απαρέμφ. αποψύξει, παθ. αόρ. αποψύχθηκα, απαρέμφ. αποψυχθεί, μππ. αποψυγμένος : ξεπαγώνω, κάνω απόψυξη: Όταν αποψύχονται τα κατεψυγμένα τρόφιμα, πρέπει να καταναλώνονται αμέσως.

[λόγ. απο- ψύχω μτφρδ. γαλλ. décongeler & αγγλ. defrost (διαφ. το αρχ. ἀποψύχω `λιποθυμώ΄, ελνστ. σημ.: `παγώνω΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go