Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποψινός
1 item total
αποψινός -ή -ό [apopsinós] Ε1 : που συμβαίνει, που γίνεται απόψε, που έχει σχέση: α. με το βράδυ ή με τη νύχτα της σημερινής ημέρας: Θα πάμε όλοι στην αποψινή συγκέντρωση. Δεν πρόλαβα να ακούσω τις αποψινές ειδήσεις. β. με την προηγούμενη νύχτα: Tο αποψινό όνειρο ήταν πολύ ζωντανό.

[απόψ(ε) -ινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go