Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποψιλώνω [apopsilóno] -ομαι Ρ1 : 1.κόβω ή καίω τα δέντρα ή τη θαμνώδη βλάστηση μιας περιοχής, την απογυμνώνω από κάθε βλάστηση: H πυρκαγιές αποψίλωσαν χιλιάδες στρέμματα δασικής γης. Οι πλαγιές του βουνού είναι αποψιλωμένες εξαιτίας της παράνομης υλοτόμησης. 2. (μτφ.) αφαιρώ από κπ. κεκτημένα δικαιώματα: H βασιλεία, αποψιλωμένη από τις περισσότερες εξουσίες της, παίζει σήμερα ένα ρόλο σχεδόν διακοσμητικό.
[λόγ. < αρχ. ἀποψιλ(ῶ) `αραιώνω τα μαλλιά΄ -ώνω]