Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχωρίζω
1 εγγραφή
αποχωρίζω [apoxorízo] -ομαι Ρ2.1 : I.χωρίζω κτ. από κτ. άλλο, το απομακρύνω και το βάζω χωριστά, το ξεχωρίζω. II. (παθ.) φεύγω μακριά από κπ. ή από κτ., εγκαταλείπω κπ. ή κτ., με το(ν) οποίο συνδέομαι στενά: H μητέρα δύσκολα αποχωρίζεται (από) τα παιδιά της. Aγαπάει το σκύλο του και δεν τον αποχωρίζεται ποτέ. Διαβάζει συνέχεια, δεν αποχωρίζεται ποτέ τα βιβλία του. || (πληθ., για αλληλοπάθεια): Aποχωρίστηκαν με δάκρυα στα μάτια.

[λόγ. < αρχ. ἀποχωρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες