Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχρεμπτικό
1 εγγραφή
αποχρεμπτικός -ή -ό [apoxremptikós] Ε1 : που διευκολύνει την απόχρεμψη: Aποχρεμπτικό φάρμακο / σιρόπι και ως ουσ. το αποχρεμπτικό.

[λόγ. < αρχ. ἀποχρέμπτ(ομαι) `κάνω απόχρεμψη΄ -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες