Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποχαύνωση η [apoxávnosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω, η κατάσταση πλήρους αδράνειας και νωθρότητας: Tα πολλά ηρεμιστικά τού προκάλεσαν σωματική και πνευματική ~. || αποβλάκωση: H πολύωρη παρακολούθηση της τηλεόρασης οδηγεί τα παιδιά στην ~.
[λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -σις > -ση]