Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαιρετιστήριος
1 εγγραφή
αποχαιρετιστήριος -α -ο [apoxeretistírios] Ε6 : για λόγια ή για εκδηλώσεις με τις οποίες γίνεται ο αποχαιρετισμός: Tου έστειλε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. ~ λόγος. Στο τέλος της κατασκηνωτικής περιόδου έγινε μια αποχαιρετιστήρια γιορτή. || (ως ουσ.) τα αποχαιρετιστήρια, εκδήλωση που γίνεται για να αποχαιρετήσουμε κπ.

[λόγ. αποχαιρετισ- (αποχαιρετίζω) -τήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες