Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχαιρετιστήριος -α -ο [apoxeretistírios] Ε6 : για λόγια ή για εκδηλώσεις με τις οποίες γίνεται ο αποχαιρετισμός: Tου έστειλε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. ~ λόγος. Στο τέλος της κατασκηνωτικής περιόδου έγινε μια αποχαιρετιστήρια γιορτή. || (ως ουσ.) τα αποχαιρετιστήρια, εκδήλωση που γίνεται για να αποχαιρετήσουμε κπ.
[λόγ. αποχαιρετισ- (αποχαιρετίζω) -τήριος]