Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχαιρετισμός ο [apoxeretizmós] Ο17 : η ενέργεια του αποχαιρετώ, χαιρετισμός που απευθύνεται σε κπ. όταν τον αποχωριζόμαστε: Ο ~ / οι σκηνές του αποχαιρετισμού ήταν πολύ συγκινητικές. Έφτασε η δύσκολη ώρα του αποχαιρετισμού. || συναισθηματικά φορτισμένες εκδηλώσεις ανθρώπου που εγκαταλείπει κάποιο οικείο και αγαπημένο χώρο: Πέρασα από το σχολείο μου για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό. (έκφρ.) ~ στα όπλα, για κπ. που αποσύρεται οριστικά από τη δράση, που γίνεται απόμαχος.
[λόγ. < μσν. αποχαιρετισμός < αποχαιρετισ- (αποχαιρετίζω) -μός]