Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποφόρι
1 item total
αποφόρι το [apofóri] Ο44 : ρούχο που το έχει χρησιμοποιήσει κάποιος πολύ και δεν το φοράει πια: Όταν ήταν μικρός φορούσε τα αποφόρια του μεγάλου αδελφού του. Ό,τι ~ είχε, το έστειλε στους φτωχούς. Ήταν ντυμένη με κάτι αποφόρια, για ρούχα παλιά και αταίριαστα στο σώμα.

[αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go