Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποφυλακιστήριο
1 item total
αποφυλακιστήριο το [apofilakistírio] Ο40 : έγγραφο που βεβαιώνει την αποφυλάκιση κρατουμένου.

[λόγ. αποφυλακισ- (αποφυλακίζω) -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go