Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφυλακίζω [apofilakízo] -ομαι Ρ2.1 : απολύω κρατούμενο από τη φυλακή: Aποφυλακίστηκε μετά την έκτιση της ποινής του / λόγω καλής διαγωγής / με χρηματική εγγύηση. Aποφυλακίζεται σε λίγες μέρες.
[λόγ. απο- φυλακίζω μτφρδ. γαλλ. désemprisonner]