Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποφυλάκιση
1 item total
αποφυλάκιση η [apofilákisi] Ο33 : η ενέργεια του αποφυλακίζω, η απόλυση κρατουμένου από τη φυλακή: Aποφασίστηκε η ~ αυτών που έχουν εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής τους.

[λόγ. αποφυλακι- (αποφυλακίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go