Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφυλάκιση η [apofilákisi] Ο33 : η ενέργεια του αποφυλακίζω, η απόλυση κρατουμένου από τη φυλακή: Aποφασίστηκε η ~ αυτών που έχουν εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής τους.
[λόγ. αποφυλακι- (αποφυλακίζω) -σις > -ση]