Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφορτίζω
1 εγγραφή
αποφορτίζω [apofortízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT φορτίζω. 1. (τεχν.) αφαιρώ το ηλεκτρικό φορτίο· εκφορτίζω: Aποφορτίστηκε η μπαταρία. 2. (μτφ.) μειώνω ή εξαλείφω τη συναισθηματική ένταση: H ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε χάρη στη διαλλακτικότητα που έδειξαν και οι δύο πλευρές, εκτονώθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφορτίζω `ρίχνω το φορτίο΄ σημδ. γαλλ. décharger (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες