Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφοιτήριο το [apofitírio] Ο40 : πιστοποιητικό που αναφέρει τη διάρκεια της φοίτησης ενός μαθητή ή σπουδαστή σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα και το χρόνο της διακοπής της: Πήρε ~ στη μέση του χρόνου και γράφτηκε σε άλλο λύκειο.
[λόγ. αποφοιτη- (αποφοιτώ) -τήριον με απλολ. [titi > ti] ]