Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποφοίτηση
1 item total
αποφοίτηση η [apofítisi] Ο33 : η ενέργεια του αποφοιτώ, η συμπλήρωση των σπουδών σε έναν εκπαιδευτικό κύκλο: Mετά την αποφοίτησή του από το λύκειο θα συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφοίτη(σις) `αποχώρηση΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. του αποφοιτώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go