Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφλοίωση η [apoflíosi] Ο33 : η ενέργεια του αποφλοιώνω, η τεχνική διαδικασία με την οποία αφαιρείται η φλούδα φυτού ή καρπού: H ~ του ρυζιού / του αρακά / του κορμού των δέντρων. || (γεωλ.) αποχωρισμός λεπτών, διαδοχικών φολίδων από συμπαγή πετρώματα. || (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση του περιβλήματος ενός οργάνου.
[λόγ. αποφλοιω- (δες αποφλοιώνω) -σις > -ση]