Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποτροπιαστικός
1 item total
αποτροπιαστικός -ή -ό [apotropiastikós] Ε1 : που προκαλεί αποτροπιασμό, που είναι αποτρόπαιος: Aποτροπιαστικό θέαμα / έγκλημα. αποτροπιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. αποτροπιαστικός `κατάλληλος για αποτροπή κακού΄ < αποτροπιασ(μός) -τικός σημδ. γαλλ. exécrable]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go