Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτροπή η [apotropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτρέπω. 1. η παρεμπόδιση της δημιουργίας κάποιας δυσάρεστης κατάστασης: H διαδήλωση απαγορεύτηκε με αιτιολογικό την ~ επεισοδίων. Δεν έγινε δυνατή η ~ του κακού. 2. (στρατ.): Δυνάμεις αποτροπής, που προσπαθούν να αποτρέψουν την εχθρική επίθεση.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποτροπή· 2: σημδ. γαλλ. dissuasion]