Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτριχωτικό
1 εγγραφή
αποτριχωτικός -ή -ό [apotrixotikós] Ε1 : για κτ. που είναι κατάλληλο για αποτρίχωση: Aποτριχωτική κρέμα. || (ως ουσ.) το αποτριχωτικό, προϊόν ειδικό για αποτρίχωση.

[λόγ. αποτριχω- (δες αποτριχώνω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες