Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτοιχίζω
1 εγγραφή
αποτοιχίζω [apotixízo] -ομαι Ρ2.1 : (αρχαιολ.) αφαιρώ μια τοιχογραφία από τον τοίχο στον οποίο βρίσκεται με σκοπό να τη συντηρήσω ή να τη διασώσω.

[λόγ. απο- τοίχ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες