Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτοίχιση η [apotíxisi] Ο33 : (αρχαιολ.) αφαίρεση μιας τοιχογραφίας από τον τοίχο στον οποίο βρίσκεται με σκοπό να τη συντηρήσω ή να τη διασώσω.
[λόγ. αποτοιχι- (αποτοιχίζω) -σις > -ση]