Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτινάζω
1 εγγραφή
αποτινάζω [apotinázo] -ομαι & αποτινάσσω [apotináso] -ομαι Ρ2.2 : με τις ενέργειές μου, με τη δράση μου απαλλάσσομαι από μια δυσάρεστη, καταπιεστική κατάσταση: Ο υπόδουλος ελληνισμός με τους αγώνες του αποτίναξε τα δεσμά του. Ο έφηβος θέλει να αποτινάξει την κηδεμονία της οικογένειας.

[αρχ. ἀποτινάσσω μεταπλ. κατά το τινάσσω > τινάζω· λόγ. < αρχ. ἀποτινάσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες