Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποτεφρωτήρας
1 item total
αποτεφρωτήρας ο [apotefrotíras] Ο2 : εγκατάσταση ή συσκευή όπου γίνεται η αποτέφρωση.

[λόγ. αποτεφρω- (δες αποτεφρώνω) -τήρ > -τήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go