Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτελειώνω [apotelióno & apotelóno] -ομαι Ρ1 : 1.ολοκληρώνω κτ. που έχω αρχίσει, το τελειώνω εντελώς: Δεν πρόλαβα να αποτελειώσω τη δουλειά μου. Δεν είχε χρήματα να αποτελειώσει το σπίτι του. || H πυρκαγιά αποτελείωσε το καταστρεπτικό έργο του σεισμού. 2. (μτφ.) προκαλώ την πλήρη και οριστική καταστροφή ή εξουθένωση κάποιου, δίνω τη χαριστική βολή: H αεροπορία αποτελείωσε τα απομεινάρια του εχθρικού στρατού. Mε ένα τελευταίο δυνατό χτύπημα τον αποτέλειωσε, τον σκότωσε. Tον χτύπησε κι άλλη συμφορά που τον αποτέλειωσε. ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω πάρα πολύ.
[μσν. αποτελειώνω < απο- τελειώνω και με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (διαφ. το ελνστ. ἀποτελειῶ `φέρνω σε ωριμότητα΄)]