Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποτίναξη η [apotínaksi] Ο33 : η ενέργεια του αποτινάζω, απαλλαγή από κτ. που με βαραίνει, που με καταπιέζει: Οι Έλληνες πολέμησαν για την ~ του ξενικού ζυγού.
[λόγ. αποτινακ- (αποτινάσσω) -σις > -ση]



