Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτίμηση η [apotímisi] Ο33 : η ενέργεια του αποτιμώ, υπολογισμός της υλικής αξίας ενός πράγματος ή της σπουδαιότητας και της σημασίας ενός πνευματικού αγαθού: Θα γίνει η ~ των ζημιών / της περιουσίας του, εκτίμηση. Kριτική ~ του έργου ενός ποιητή. H ~ της προσφοράς του θα είναι έργο της επόμενης γενιάς.
[λόγ. < ελνστ. ἀποτίμη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ενεχυρίαση΄]