Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποτέφρωση
1 item total
αποτέφρωση η [apotéfrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτεφρώνω: H πυρκαγιά προκάλεσε την ~ του εργοστασίου, την ολοκληρωτική καταστροφή. H ~ των νεκρών, η καύση των σωμάτων αντί για τον ενταφιασμό. H ~ των απορριμμάτων.

[λόγ. αποτεφρω- (δες αποτεφρώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go