Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποτέτοιος -α -ο [apotétxos] αντων. αόρ. (βλ. Ε4) : (προφ.) συνήθ. περιφρονητικά για κπ. ή για κτ., όταν δεν ξέρουμε, όταν μας διαφεύγει ή όταν δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του: Ήρθε ο ~. Tι σου είπε η αποτέτοια; Φέρε μου το αποτέτοιο.
[απο- τέτοιος]