Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτάσσω [apotáso] -ομαι Ρ αόρ. απέταξα, απαρέμφ. αποτάξει, παθ. αόρ. αποτάχθηκα, απαρέμφ. αποταχθεί, μππ. αποταγμένος : επιβάλλω σε αξιωματικό την ποινή της απόταξης: Aποτάχθηκε με την κατηγορία ότι έλαβε μέρος σε στάση.
[λόγ. ενεργ. < αρχ. ἀποτάσσομαι `αποκηρύσσω΄ (ἀποτάσσω `χωρίζω΄)]