Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποτάσσω
1 item total
αποτάσσω [apotáso] -ομαι Ρ αόρ. απέταξα, απαρέμφ. αποτάξει, παθ. αόρ. αποτάχθηκα, απαρέμφ. αποταχθεί, μππ. αποταγμένος : επιβάλλω σε αξιωματικό την ποινή της απόταξης: Aποτάχθηκε με την κατηγορία ότι έλαβε μέρος σε στάση.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. ἀποτάσσομαι `αποκηρύσσω΄ (ἀποτάσσω `χωρίζω΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go