Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποσύνδεση η [aposínδesi] Ο33 : η ενέργεια του αποσυνδέω. ANT σύνδεση. 1. ο αποχωρισμός στοιχείων που τα είχαν συνδέσει, και ειδικότερα, διακοπή της σύνδεσης αγωγών ή ηλεκτρικών κυκλωμάτων: H ~ των σωλήνων / των καλωδίων. H ~ μιας ηλεκτρικής συσκευής, διακοπή της παροχής ρεύματος. 2. (μτφ.) διακοπή της συσχέτισης ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης από κάποια άλλη: H ~ των δύο προβλημάτων θα διευκολύνει τη λύση τους.
[λόγ. αποσυνδέ(ω) -σις > -ση κατά το σχ.: συνδέω - σύνδεσις]



